- ζωμάρυστρον
- ζωμάρυστρονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωμάρυστρον — ζωμάρυοτρον, τὸ και διάφ. ανόγν. ζωμάρυστρος, ἡ (Α) η ζωμήρυση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυστρον (< αρύω «αντλώ υγρό»), πρβλ. απ άρυστρον] … Dictionary of Greek
σωμάριστρον — τὸ, Α ζωμάρυστρον*. κουτάλα τής σούπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ζωμάριστρον / ζωμάρυστρον*] … Dictionary of Greek